αρωματοποιός

From LSJ

Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrumGewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick

Menander, Monostichoi, 364

Greek Monolingual

ο, η
ο παρασκευαστής αρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].