αρωματοποιός

From LSJ

Ἰσχυρὸν ὄχλος ἐστίν, οὐκ ἔχει δὲ νοῦν → Plebs nempe res est valida, sed mentis carens → Des Volkes Masse hat zwar Macht, doch fehlt Vernunft

Menander, Monostichoi, 265

Greek Monolingual

ο, η
ο παρασκευαστής αρωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άρωμα (Ι) + -ποιός < ποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1807 στον Θεοδόσιο Ηλιάδη].