ασβολώδης

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215

Greek Monolingual

-ες (AM ἀσβολώδης, -ες) άσβολος
1. αυτός που είναι μαύρος σαν την καπνιά
2. ο γεμάτος καπνιά.