ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old
-ες (AM ἀσβολώδης, -ες) άσβολος1. αυτός που είναι μαύρος σαν την καπνιά2. ο γεμάτος καπνιά.