ασημοκαπνίζω

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

επαργυρώνω, καλύπτω (σκεύος, κόσμημα ή όπλο) με λεπτή επίστρωση αργύρου.