επαργυρώνω

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

(Α ἐπαργυρῶ, ἐπαργυρόω)
καλύπτω με στρώμα αργύρου, ασημώνω, ασημοκαπνίζω
αρχ.
(μτφ. για δείπνο) κοστίζω πολλά χρήματα.

Translations

silver-plate

Bulgarian: посребрявам; Catalan: argentar, platejar; Dutch: verzilveren; Finnish: hopeoida; German: versilbern; Greek: ασημώνω, αργυρώνω, επαργυρώνω, κάνω επαργύρωση; Ancient Greek: ἀργυρόω, διαργυρόω, ἐπαργυρόω, καταργυρόω, περιαργυρόω; Italian: argentare; Polish: posrebrzać; Portuguese: argentar; Russian: серебрить, посеребрить; Spanish: platear, argentar