αστίτης

From LSJ

βορβόρῳ δ' ὕδωρ λαμπρὸν μιαίνων οὔποθ' εὑρήσεις ποτόνonce limpid waters are stained with mud, you'll never find a drink

Source

Greek Monolingual

ἀστίτης, ο (Α)
ο αστός, ο πολίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστυ κατά το πολ-ίτης].