ασταμάτητος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που δεν παύει να κινείται, ο ακατάπαυστος, ο αεικίνητος («ασταμάτητο ρολόι»)
2. αυτός που δεν σταματά, ο αδιάκοπος («ασταμάτητη βροχή»)
3. εκείνος που δεν έχει σταματήσει ακόμη, του οποίου η κίνηση συνεχίζεται («ασταμάτητο τραίνο»)
4. εκείνος τον οποίο δεν μπορεί κανείς να σταματήσει, ο ασυγκράτητος («ασταμάτητη πλημμύρα»).