αστραποβόλος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
ο αστραφτερός, εκείνος που εκπέμπει αστραπές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αστραπή + -βόλος < βάλλω].