αστροδίφης

From LSJ

Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten

Menander, Monostichoi, 432

Greek Monolingual

ἀστροδίφης, ο (Α)
ο αστρονόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + -δίφης < διφώ (-άω) «ζητώ, ερευνώ»].