ασυγκρότητος
From LSJ
Αἰτεῖτε καὶ δοθήσεται ὑμῖν, ζητεῖτε καὶ εὑρήσετε, κρούετε καὶ ἀνοιγήσεται ὑμῖν → Ask, and it shall be given you; seek, and ye shall find; knock, and it shall be opened unto you (Matthew 7:7)
Greek Monolingual
-η, -ο
νεοελλ.
1. αυτός που δεν είναι συγκροτημένος ή συναρμολογημένος
2. ακατάρτιστος, ημιμαθής
αρχ.
1. αυτός που δεν έχει προετοιμαστεί ώστε να συντονίζεται με τους άλλους
2. (για ύφος) πλαδαρός, χαλαρός.