ασυζητητί

From LSJ

Ξένοισι πιστοῖς πιστὸς ὢν γίγνου φίλος → Amicus esto fidus in fidum hospitem → Erweise treuen Fremden dich als treuer Freund

Menander, Monostichoi, 390

Greek Monolingual

επίρρ.
1. χωρίς καμιά συζήτηση
2. αναμφίβολα, αναντίρρητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασυζήτητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].