ασυζητητί

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

επίρρ.
1. χωρίς καμιά συζήτηση
2. αναμφίβολα, αναντίρρητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ασυζήτητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].