ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
επίρρ.1. χωρίς καμιά συζήτηση2. αναμφίβολα, αναντίρρητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ασυζήτητος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις].