ασυμμάζευτος

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

και -μάζωχτος και -μαζωτος, -η, -ο
1. αμάζευτος, ασύναχτος
2. ακατάστατος, απεριποίητος, ασυγύριστος
3. αυτός που δεν μπορεί να περιοριστεί, ο ασυγκράτητος.