ασυνόδευτος
From LSJ
ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀσυνόδευτος, -ον)
αυτός που δεν συνοδεύεται από κάποιον άλλο
νεοελλ.
1. (για τους νεκρούς) αυτός που ενταφιάζεται χωρίς τη συνοδεία συγγενών και φίλων
2. φρ. «δέμα ασυνόδευτο» — αυτό που αποστέλλεται με επιβατηγό μέσο χωρίς να το συνοδεύει αυτός που το ετοίμασε
μσν.
αυτός που δεν συνοδεύει κάποιον άλλον.