ασύγχρονος

From LSJ

μοῦνοι Ἑλλήνων δὴ μουνομαχήσαντες τῷ Πέρσῃ → alone of all Greeks we met the Persian singlehandedly, alone of all Greeks having fought singlehanded with the Persians

Source

Greek Monolingual

-η, -ο σύγχρονος
αυτός που δεν γίνεται ταυτόχρονα με κάτι άλλο.