ατίμασμα
From LSJ
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
Greek Monolingual
το ατιμάζω
1. ατίμωση, περιφρόνηση
2. βιασμός, διακόρευση.
Νίκησον ὀργὴν τῷ λογίζεσθαι καλῶς → Ratione rem putando vince irae impetum → Besiege deinen Zorn durch deines Denkens Kraft
το ατιμάζω
1. ατίμωση, περιφρόνηση
2. βιασμός, διακόρευση.