ατμογόνος

From LSJ

ἐπ' ἀλλήλοισιν ἀμφικείμενοι → locked in each other's arms, clinging to one another

Source

Greek Monolingual

-α, -ο
αυτός που παράγει ατμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + -γόνος < γίγνομαι. Η λ. μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον Ναυτικόν].