ατμονομώ

From LSJ

κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομαhave the name of virtue always on one's tongue

Source

Greek Monolingual

(-έω)
διανέμω τον ατμό στους κυλίνδρους ατμομηχανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + νομώ < -νόμος < νέμώ].