κατατρίβω τὸ τῆς ἀρετῆς ὄνομα → have the name of virtue always on one's tongue
(-έω)διανέμω τον ατμό στους κυλίνδρους ατμομηχανής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ατμός + νομώ < -νόμος < νέμώ].