αδημοσίευτος

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀδημοσίευτος, -ον) δημοσιεύω
αυτός που δεν δημοσιεύθηκε ή δεν μπορεί να δημοσιευθεί, ανέκδοτος, ατύπωτος
αρχ.
μυστικός, κρυφός.