αυλακάρης

From LSJ

τίνας ἀπέκτεινας, ὦ ἀφρονεστάτη θύγατερ; → You are completely out of your mind, daughter! Who are those you have killed?

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. αυλακάρισσα, η)
αυτός που φροντίζει το αρδευτικό αυλάκι, ο υδρονομέας.