υδρονομέας

From LSJ

Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher

Menander, Monostichoi, 250

Greek Monolingual

ο, Ν
1. υπάλληλος της υδρονομικής υπηρεσίας της αγροφυλακής, ο οποίος επιτηρεί και ελέγχει την κανονική ροή τών αρδευτικών υδάτων και τη διανομή τους και έχει την προστασία τους, καθώς και τη διαφύλαξη τών σχετικών εγγειοβελτιωτικών έργων
2. δικλείδα με την οποία ρυθμίζεται η ποσότητα του παρεχόμενου νερού, αλλ. υδροσύρτης
3. φρ. «επόπτες υδρονομέων» — υπάλληλοι της αγροφυλακής που είναι προϊστάμενοι τών υδρονομέων και έχουν ως κύριο έργο τον έλεγχό τους, αλλά ασκούν, όταν απαιτείται, και όλα τα καθήκοντα τών υδρονομέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρονομή + επίθημα -εύς / -έας. Η λ., στον λόγιο τ. υδρονομεύς, μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Ἀκρόπολις].