αυταπάτη

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

η
1. το να εξαπατά κανείς τον εαυτό του με τη φαντασία του, το ξεγέλασμα
2. η λανθασμένη κρίση κάποιου για τον εαυτό του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + απάτη. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Σπυρίδ. Σούγκρα].