οικειοθελής

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που γίνεται με τη θέληση εκείνου που ενεργεί ή αυτός που προέρχεται από ιδία θέληση, αυτοπροαίρετος, αυτόβουλος, θεληματικός, εκούσιος.
επίρρ...
οικειοθελώς
εκούσια, θεληματικά, αυτοπροαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -θελής (< θέλω)].