οικειοθελής
From LSJ
Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist
Greek Monolingual
-ές
αυτός που γίνεται με τη θέληση εκείνου που ενεργεί ή αυτός που προέρχεται από ιδία θέληση, αυτοπροαίρετος, αυτόβουλος, θεληματικός, εκούσιος.
επίρρ...
οικειοθελώς
εκούσια, θεληματικά, αυτοπροαίρετα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰκεῖος + -θελής (< θέλω)].