αυτοκτονώ
From LSJ
οὕτως ἔσονται οἱ ἔσχατοι πρῶτοι καὶ οἱ πρῶτοι ἔσχατοι· πολλοὶ γάρ εἰσι κλητοί, ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → so the last shall be first and the first last for many be called but few chosen
Greek Monolingual
(Α αὐτοκτονῶ, -έω) αυτοκτόνος
νεοελλ.
1. φονεύω τον εαυτό μου, τερματίζω τη ζωή μου
2. μτφ. αυτοκαταστρέφομαι
αρχ.
φρ. «τώ ταλαιπώρω αὐτοκτονοῦν
τε» — σκοτώνοντας ο ένας τον άλλο.