αυτόχθονος
From LSJ
Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück
Greek Monolingual
αὐτόχθονος, -ον (AM) χθων, -ονός
μσν.
ο αυτόχθονας
αρχ.
φρ. «αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισε δόμον» — αφάνισε το πατρικό του μαζί με τη χώρα του.