αὐτόχθονος
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
English (LSJ)
αὐτόχθονον, country and all, A.Ag.536.
Spanish (DGE)
-ον
con toda su tierra πανώλεθρον αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισεν δόμον A.A.536.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
avec le pays même.
Étymologie: αὐτόχθων.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόχθονος: вместе с самой страной (δόμος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόχθονος: -ον, σύν. αὐτῇ τῇ χθονί, ὁμοῦ μετὰ τῆς χώρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 536· ἀλλ’ ὁ Blomf. προτείνει αὐτόχθον’ ὅν.
Greek Monolingual
αὐτόχθονος, -ον (AM) χθων, -ονός]]
μσν.
ο αυτόχθονας
αρχ.
φρ. «αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισε δόμον» — αφάνισε το πατρικό του μαζί με τη χώρα του.
Greek Monotonic
αὐτόχθονος: -ον (χθών), ντόπιος, αυτός που είναι συνδεδεμένος με αυτή την ίδια τη χώρα, σε Αισχύλ.