αὐτόχθονος

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐτόχθονος Medium diacritics: αὐτόχθονος Low diacritics: αυτόχθονος Capitals: ΑΥΤΟΧΘΟΝΟΣ
Transliteration A: autóchthonos Transliteration B: autochthonos Transliteration C: aftochthonos Beta Code: au)to/xqonos

English (LSJ)

αὐτόχθονον, country and all, A.Ag.536.

Spanish (DGE)

-ον
con toda su tierra πανώλεθρον αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισεν δόμον A.A.536.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
avec le pays même.
Étymologie: αὐτόχθων.

Russian (Dvoretsky)

αὐτόχθονος: вместе с самой страной (δόμος Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

αὐτόχθονος: -ον, σύν. αὐτῇ τῇ χθονί, ὁμοῦ μετὰ τῆς χώρας, Αἰσχύλ. Ἀγ. 536· ἀλλ’ ὁ Blomf. προτείνει αὐτόχθον’ ὅν.

Greek Monolingual

αὐτόχθονος, -ον (AM) χθων, -ονός]]
μσν.
ο αυτόχθονας
αρχ.
φρ. «αὐτόχθονον πατρῷον ἔθρισε δόμον» — αφάνισε το πατρικό του μαζί με τη χώρα του.

Greek Monotonic

αὐτόχθονος: -ον (χθών), ντόπιος, αυτός που είναι συνδεδεμένος με αυτή την ίδια τη χώρα, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

χθών
country and all, Aesch.