αυτόχθονας
From LSJ
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
Αὐθαίρετος λύπη 'στὶν ἡ τέκνων σπορά → Procreation is a self-chosen suffering → Spontalis est miseria satio liberûm → Die Kinderzeugung ist ein selbstgewähltes Leid
αυτόχθονας, ο (ΑΜ αὐτόχθων, -ον) χθων
1. ως ουσ. αυτός που κατοικεί στη χώρα όπου γεννήθηκε, γηγενής
2. ως επίθ. ντόπιος, επιχώριος.