παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενος → flee all education, raising up the top sail
αὐχμώδης, -ες (Α) αυχμός1. ξερός, άνυδρος2. βρόμικος, ρυπαρός3. το ουδ. ως ουσ. τὸ αὐχμῶδεςη ξηρασία.