ἀφιππεύω
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
English (LSJ)
ride off, ride away, or ride back, X.An.1.5.12, D.S.2.19, Plu.Arat.40:—also Med., Hld.4.18.
Spanish (DGE)
marchar a caballo c. rég. prep. ἀφιππεύει ἐπὶ τὴν ἑαυτοῦ σκηνήν vuelve a caballo a su tienda X.An.1.5.12, πρὸς τὴν πόλιν D.H.3.26, εἰς Σικυῶνα Plu.Arat.40
•en v. med. irse a caballo ἀφιππευσάμενος εἴς τι φρούριον Charito 3.7.2
•abs. alejarse a caballo ἡ Σεμίραμις ταχέως ἀφίππευσε D.S.2.19, πόρρω ποι ἀφιππεῦσαι αὐτοὺς ἐχρῆν D.C.40.24.2, cf. Polyaen.2.31.4.
German (Pape)
[Seite 412] weg-, zurückreiten, Xen. An. 1, 5, 12; Plut. Arat. 40; med., Heliod. 4, 18.
French (Bailly abrégé)
s'éloigner à cheval.
Étymologie: ἀπό, ἱππεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀφιππεύω: Xen., Diod. = ἀφιππάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφιππεύω: ἀπέρχομαι ἱππεύων, ξεκινῶ νὰ ὑπάγω που ἔφιππος, Ξεν. Ἀν. 1. 5, 12, Διόδ. 2. 19: ― ὡσαύτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Ἡλιόδ. 4. 18. (Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 31 - 34).
Greek Monolingual
(AM ἀφιππεύω)
μσν.- νεοελλ.
κατεβαίνω από το άλογο, ξεπεζεύω
αρχ.
1. φεύγω έφιππος
2. γυρίζω πίσω έφιππος.
Greek Monotonic
ἀφιππεύω: μέλ. -σω, απομακρύνομαι, φεύγω ή επιστρέφω έφιππος, σε Ξεν.