αχαριστία

From LSJ

ἔξαψις σφοδρὰ μετὰ πολλῆς βίας πίπτουσα ἐπὶ γῆς → a violent flare-up falling on the ground with great force, thunder and lightning

Source

Greek Monolingual

η (AM ἀχαριστία) [[[αχάριστος]] (Ι)]
αγνωμοσύνη
νεοελλ.
αχάριστη πράξη
αρχ.
έλλειψη χάρης, τραχύτητα.