ἀχαριστία

From LSJ

οὔ ποτ' εἶμι τοῖς φυτεύσασίν γ' ὁμοῦ → I will never meet thοse who begat me

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχᾰριστία Medium diacritics: ἀχαριστία Low diacritics: αχαριστία Capitals: ΑΧΑΡΙΣΤΙΑ
Transliteration A: acharistía Transliteration B: acharistia Transliteration C: acharistia Beta Code: a)xaristi/a

English (LSJ)

ἡ,
A ingratitude, X.Cyr.1.2.7; εἰς ἀ. ἄγειν D.18.316: in plural, ἀχαριστίαι πρὸς ἀνθρώπους Phld.Herc.1251.10; ὀλιγωρίας καὶ ἀ. ib.1457.9.
2 ungraciousness, ἀρρυθμία καὶ ἀ. Pl.R. 411e.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
• Alolema(s): jón. -ίη Hp.Ep.17
1 falta de gracia, ἀρρυθμία καὶ ἀ. Pl.R.411e.
2 ingratitud ἕπεσθαι δὲ δοκεῖ ... τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ ἀναισχυντία X.Cyr.1.2.7, cf. Mem.2.2.13, 4.4.24, D.18.316, Hp.l.c., Plb.3.16.4, D.Chr.31.25, 125, Polyaen.8.60, Phld.Herc.1457.1, Charito 5.9.9, πρὸς Μακεδόνας Plb.4.35.6, cf. Luc.Tim.10, Phld.Herc.1251.10.10, περὶ τὴν εὐεργέτιν Luc.Salt.41, ἀχαριστίαν αὐτῶν κατηγοροῦντος Aesop.6, cf. TAM 5(1).317.14 (II d.C.), BGU 1578.7 (II/III d.C.).

German (Pape)

[Seite 417] ἡ, 1) Anmuthlosigkeit, Plat. Rep. III, 411 e. – 2) Undankbarkeit, Xen. u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
ingratitude.
Étymologie: ἀχάριστος.

Russian (Dvoretsky)

ἀχᾰριστία:
1 непривлекательность, грубость Plat.;
2 неблагодарность Xen., Dem., Plut., Luc.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχᾰριστία: ἡ, ἔλλειψις εὐγνωμοσύνης, ἀγνωμοσύνη, Ξεν. Κύρ. 1. 2, 7· εἰς ἀχ. ἄγειν Δημ. 330. 14. 2) ἔλλειψις χάριτος, τραχύτης, ἀγροικία, Πλάτ. Πολ. 411Ε.

Greek Monolingual

η (AM ἀχαριστία) [[[αχάριστος]] (Ι)]
αγνωμοσύνη
νεοελλ.
αχάριστη πράξη
αρχ.
έλλειψη χάρης, τραχύτητα.

Greek Monotonic

ἀχᾰριστία: ἡ,
1. αχαριστία, αγνωμοσύνη, σε Ξεν., Δημ.
2. τραχύτητα, σε Πλάτ.

Middle Liddell

[From ἀχάριστος
1. thanklessness, ingratitude, Xen., Dem.
2. ungraciousness, Plat.

English (Woodhouse)

ingratitude

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)