αγνωμοσύνη

From LSJ

ξένους ξένιζε, καὶ σὺ γὰρ ξένος γ' ἔσῃ → be hospitable to guests; you too will be a guest

Source

Greek Monolingual

η (Α ἀγνωμοσύνη)
νεοελλ.
η μη εκδήλωση ευγνωμοσύνης, ευχαριστίας κάποιου προς τον ευεργέτη του, αχαριστία
αρχ.
1. έλλειψη γνώσης, ενημερότητας σχετικά με κάτι
2. έλλειψη φρονήσεως, απερισκεψία
3. ανόητη υπερηφάνεια, υπεροψία, αλαζονεία
4. έλλειψη αγαθών αισθημάτων, τραχύτητα, σκληρότητα
5. παρανόηση, παρεξήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγνώμων + παραγ. κατάληξη -σύνη].