αψιδώνω

From LSJ

κρεῖττον εἶναι φιλοσόφως ἀποθανεῖν ἢ ἀφιλοσόφως ζῆν → that it is better to die in manner befitting a philosopher than to live unphilosophically

Source

Greek Monolingual

(AM ἁψιδῶ, -όω)
κάνω κάτι σαν αψίδα, κάμπτω
νεοελλ.
βάζω αψίδα στον τροχό της άμαξας.