τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέω → meditate empire
(AM ἁψιμαχῶ, -έω)κάνω αψιμαχία.[ΕΤΥΜΟΛ. < αψι- (< άπτω) + -μαχώ < -μάχος < μάχομαι (πρβλ. μονομαχώ, ναυμαχώ, συμμαχώ κ.ά.)].