αψιμαχώ

From LSJ

Ἐλεύθερον φύλαττε τὸν σαυτοῦ τρόπον → Te liberum ipse moribus praesta tuis → Die Freiheit wahre deiner eignen Lebensart

Menander, Monostichoi, 144

Greek Monolingual

(AM ἁψιμαχῶ, -έω)
κάνω αψιμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αψι- (< άπτω) + -μαχώ < -μάχος < μάχομαι (πρβλ. μονομαχώ, ναυμαχώ, συμμαχώ κ.ά.)].