αψιμαχώ

From LSJ

τὴν αὐτοκράτορα ἀρχὴν περινοέωmeditate empire

Source

Greek Monolingual

(AM ἁψιμαχῶ, -έω)
κάνω αψιμαχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αψι- (< άπτω) + -μαχώ < -μάχος < μάχομαι (πρβλ. μονομαχώ, ναυμαχώ, συμμαχώ κ.ά.)].