αἱματοχυσία
From LSJ
Greek (Liddell-Scott)
αἱματοχυσία: ἡ, = αἱματεκχυσία, Τατιαν. 23. Ἰωάν. Μόσχ. 3005C. Θεοφάν 510, 16.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
derramamiento de sangre αἱματοχυσίαι γενήσονται εἰς <τὴν γῆν> Sibyll.Tib.121, cf. 183, Agathan.V.Gr.Ill.68, Ἄρης ... αἱματοχυσιῶν ἐστιν αἴτιος Heliod.Neop.59.26.