αὐδάζω
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
French (Bailly abrégé)
seul. fut. et ao.
dire;
Moy. (seul. ao. ηὐδασάμην) parler, s'écrier.
Étymologie: αὐδή.
Spanish (DGE)
1 nombrar, poner nombre en v. med. οὕς θ' ἁλιῆς ἀνδρὸς ἐπωνυμίην θηλύφρονος ηὐδάξαντο D.P.22
•en v. pas. ser llamado οἱ δὲ Ποσειδάωνος ἐπώνυμον αὐδηθῆναι otros (dicen) que recibió su nombre de Posidón Euph.51.3, Ἑστία αὐδαχθεῖσα Orph.H.27.9.
2 suplicar, invocar a una divinidad, en v. act. ἡ πολλὰ Βούδειαν Αἴθυιαν Κόρην αὐδάξασα Lyc.360
•abs. δείσας δ' ὠμηστέω θηρὸς μόρον ὡς αὐδάξαι AP 6.218 (Alc.).
3 c. complet. decir en v. med. ἀνθρωπηίῃ φωνῇ αὐδάξασθαι ὡς ... Hdt.2.55, cf. 57
•anunciar, proclamar en v. act. c. inf. χώρας ... λαβεῖν κράτη θαλασσόπαις δίμορφος αὐδάζει θεός Lyc.892.
Russian (Dvoretsky)
αὐδάζω: говорить (Anth. - v. l. αὐγάζω; med. φωνῇ ἀνθρωπηΐῃ αὐδάξασθαι Her.).