αὐξητός

From LSJ

ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ → but deliver us from evil

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αὐξητός Medium diacritics: αὐξητός Low diacritics: αυξητός Capitals: ΑΥΞΗΤΟΣ
Transliteration A: auxētós Transliteration B: auxētos Transliteration C: afksitos Beta Code: au)chto/s

English (LSJ)

αὐξητόν,
A that may be increased, Arist.Cael.310a28.
II increased, ἀριθμός Antioch.Astr. in Cat.Cod.Astr.1.112.34.

Spanish (DGE)

-όν
1 susceptible de aumento o crecimiento, aumentable τὸ αὐ. Arist.Cael.310a28, Corp.Herm.4.11, πᾶν δὲ τὸ γεννώμενον ἀτελὲς καὶ διαιρετόν, καὶ αὐξητὸν καὶ μειωτόν Corp.Herm.4.11.
2 aumentado, incrementado ἀριθμός Antioch.Astr. en Cat.Cod.Astr.1.112.34.

Russian (Dvoretsky)

αὐξητός: Arst. = αὐξητικός 1.

Greek (Liddell-Scott)

αὐξητός: -όν, ὃν δύναταί τις νὰ αὐξήσῃ, Ἀριστ. π. Οὐρ. 4. 3, 2, Ἱστ. Ζ. 10. 5, 5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αὐξητός, -όν) αύξω
αυτός που έχει ή που μπορεί να αυξηθεί.