βάτην

From LSJ

τὰ ἐς τὴν κοιλίην ἀποκρινόμενα → gastric secretions

Source

French (Bailly abrégé)

duel ao.2 poét. de βαίνω.

English (Autenrieth)

see βαίνω.

Greek Monotonic

βάτην: [ᾰ], Επικ. αντί ἐβήτην, γʹ δυϊκ. αορ. βʹ του βαίνω.

Russian (Dvoretsky)

βάτην: (ᾰ) и βήτην эп. aor. 3 л. dual. aor. 2 к βαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βάτην poët. indic. stamaor. 3 dual. van βαίνω.