βέντο

From LSJ

δι' ἐμοῦ βασιλεῖς βασιλεύουσιν, καὶ οἱ δυνάσται γράφουσιν δικαιοσύνην → through me kings rule, and princes dictate justice (Proverbs 8:15, LXX version)

Source

Greek Monolingual

το [ιταλ. vento = άνεμος]
1. α' ή β' συνθετικό κοινής ονομασίας του ιστιοφόρου
2. φρ. α) «σόπρα βέντο» — προσήνεμος
θ) «σότο βέντο» — απάνεμος.