βαλαντιοτομῶ

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471

Mantoulidis Etymological

(=κόβω καί κλέβω βαλάντια, πορτοφόλια). Παρασύνθετο ἀπό τό βαλαντιοτόμος (βαλάντιον + τέμνω). Τό βαλάντιον (=πορτοφόλι, σακούλι) ἴσως ἀπό τό βάλλω.