βεβιασμένως
From LSJ
Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will
English (LSJ)
Adv. of necessity, D.S.3.25; with effort, Marcellin. Puls.311.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de βιάζω
1 por necesidad κατεσθίειν D.S.3.25.
2 con esfuerzo τοῦ πνεύματος β. διοδεύοντος Marcellin.Puls.311
•de manera forzada διασύροντες Iren.Lugd.Haer.1.16.3
•por coacción ὅτι μὴ β., γνώμῃ δὲ αὐτεξουσίῳ κατώρθου Eus.PE 6.6.49.
German (Pape)
[Seite 441] gezwungen, D. Sic. 3, 25.
Greek (Liddell-Scott)
βεβιασμένως: ἐπίρρ. παθ. μετοχ. πρκμ., ἐξ ἀνάγκης, κατ’ ἀνάγκην, Διόδ. 3. 25.
Russian (Dvoretsky)
βεβιασμένως: по необходимости, поневоле Diod.