βελονάγρα

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source

Greek Monolingual

η
χειρουργική λαβίδα με την οποία βγάζουν βελόνα που έχει μπει βαθιά στο σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βελόνη + -αγρα (πρβλ. ποδάγρα, χειράγρα κ.ά.)].