βιβλιοκρισία
From LSJ
Greek Monolingual
η
κριτική αξιολόγηση, δημοσιευμένη σε περιοδικό, εφημερίδα ή αυτοτελώς, βιβλίου, πραγματείας ή άρθρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βιβλίο(ν) + -κρισία < κρίνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικό Λεξικό των Σχινά- Λεβαδέως].