βομβύκινος
From LSJ
English (LSJ)
η, ον, silken, ἱμάτια Lib.Decl. 33.6; σινδών Ps.-Callisth.3.28.
Spanish (DGE)
-η, -ον
• Prosodia: [-ῡ-]
1 de seda προ[σ] ωπίδια SEG 38.1210.12, cf. 14 (Mileto II a.C.), ἱμάτια Lib.Decl.33.6, cf. Hsch.β 1273.
2 vestido de seda, femineum lucet sic per bombycina corpus Mart.8.68, cf. 11.49, 14.24, Iuu.6.260, Plin.HN 11.76.
Greek Monolingual
βομβύκινος και βαμβάκινος και βαβύκινος, -η, -ον (Μ) βόμβυξ (Ι)]
μεταξωτός.