Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

βουβάλι

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το (Μ και βουβάλιν)
μσν.- νεοελλ.
ο βούβαλος
νεοελλ.
1. χοντρός και άκομψος άνθρωπος
2. νωθρός και ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το βους, εκτός εάν η σύνδεση οφείλεται σε παρετυμολογία. Ο σχηματισμός της λ. παραμένει ασαφής, ενώ η φωνητική συμπτωση με το λατ. būbulus «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βόδι» πρέπει να είναι τυχαία].