βουβάλι

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373

Greek Monolingual

το (Μ και βουβάλιν)
μσν.- νεοελλ.
ο βούβαλος
νεοελλ.
1. χοντρός και άκομψος άνθρωπος
2. νωθρός και ανόητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. συνδέεται πιθ. με το βους, εκτός εάν η σύνδεση οφείλεται σε παρετυμολογία. Ο σχηματισμός της λ. παραμένει ασαφής, ενώ η φωνητική συμπτωση με το λατ. būbulus «αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο βόδι» πρέπει να είναι τυχαία].