βουνοσειρά

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

η
η οροσειρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βουνό (ν) + σειρά. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στον Αντ. Μηλιαράκη].