βούρκωμα

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480

Greek Monolingual

το βουρκώνω
1. η ρύπανση με βούρκο ή λάσπη
2. η θόλωση του νερού
3. η θόλωση του ουρανού
4. η θόλωση των ματιών.