βρέχτης

From LSJ

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source

Greek Monolingual

ο βρέχω
1. αυτός που φέρνει βροχές («Γενάρης χιονιστής, Φλεβάρης βρέχτης»)
2. η υδρορροή της στέγης
3. δοχείο των σιδηρουργών που το χρησιμοποιούν στην κατάβρεξη του πυρακτωμένου μετάλλου.