βρασιά

From LSJ

ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in

Source

Greek Monolingual

η βράζω
1. ποσότητα τροφίμων που μπορεί να βράσει με μιας
2. βράση.