βραχύπολις
From LSJ
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
German (Pape)
[Seite 462] der wenig Städte hat, Eust. p. 317 M.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
• Alolema(s): -πτολις Lyc.911
1 ciudad pequeña Lyc.l.c.
2 adj. de ciudad pequeña, e.d. provinciano ἐξευτελίσαι ... ὡς καὶ ἀλαπαδνὸν καὶ βραχύπολιν Eust.317.29.
Greek Monolingual
βραχύπολις, ο (Μ)
αυτός που ανήκει σε μικρή πόλη.