βραχύπολις

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4

German (Pape)

[Seite 462] der wenig Städte hat, Eust. p. 317 M.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Alolema(s): -πτολις Lyc.911
1 ciudad pequeña Lyc.l.c.
2 adj. de ciudad pequeña, e.d. provinciano ἐξευτελίσαι ... ὡς καὶ ἀλαπαδνὸν καὶ βραχύπολιν Eust.317.29.

Greek Monolingual

βραχύπολις, ο (Μ)
αυτός που ανήκει σε μικρή πόλη.