βραχύχειρ
From LSJ
English (LSJ)
ὁ, ἡ, gen. χειρος, short-handed, opp. μακρόχειρ, Eust.610.32.
Spanish (DGE)
-χειρος de mano pequeña Eust.610.32.
Greek (Liddell-Scott)
βρᾰχύχειρ: ρος, ὁ, ἡ, ὁ βραχείας ἔχων χεῖρας, ἀντίθετον τῷ μακρόχειρ Εὐστ. 610. 32.