βραχώνω

Greek Monolingual

βράχος
1. (για το έδαφος) γίνομαι τραχύς, σκληραίνω
2. (και βραχώνομαι) (για γίδια συνήθως) ανεβαίνω σε βραχώδη γκρεμό, αποκλείομαι και δεν μπορώ να βγώ.