βράχος1. (για το έδαφος) γίνομαι τραχύς, σκληραίνω2. (και βραχώνομαι) (για γίδια συνήθως) ανεβαίνω σε βραχώδη γκρεμό, αποκλείομαι και δεν μπορώ να βγώ.